- ἀντῳδός
- ἀντ-ῳδός, όν,A singing in answer, responsive,
ἠχὼ λόγων ἀντῳδός Ar.Th.1059
;ἀ. πανὶ κρέκων κέλαδον AP7.196
(Mel.); μέλος ἀ. ἠχεῖν, of birds, Ael.NA4.16.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἠχὼ λόγων ἀντῳδός Ar.Th.1059
;ἀ. πανὶ κρέκων κέλαδον AP7.196
(Mel.); μέλος ἀ. ἠχεῖν, of birds, Ael.NA4.16.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
αντωδός — ἀντῳδός, όν (Α) αυτός που απαντά με ωδή («ἠχὼ λόγων ἀντῳδός» η ηχώ που επαναλαμβάνει τους λόγους, Αριστοφάνης «μέλος ἀντῳδὸν ἠχεῑν» για πουλιά Αιλιανός) … Dictionary of Greek
ἀντῳδός — singing in answer masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντῳδόν — ἀντῳδός singing in answer masc/fem acc sg ἀντῳδός singing in answer neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀντῳδοῖς — ἀντῳδός singing in answer masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επικοκκάστρια — ἐπικοκκάστρια, ἡ (Αρσ. ἐπικοκκαστής) (Α) 1. αυτή που ειρωνεύεται, γελά, εμπαίζει («Ἠχώ, λόγων ἀντῳδός ἐπικοκκάστρια», Αριοτοφ. σχόλ. «εἰωθυῑα γελᾱν») 2. κατά τη γραφή ἐπικοκκύστρια σημαίνει αυτήν που μιμείται κατά κάποιον τρόπο τη φωνή τού… … Dictionary of Greek